μετεισδύνει

μετεισδύνει
μετεισδύ̱νει , μετεισδύνω
change and slip into another
aor subj act 3rd sg (epic)
μετεισδύ̱νει , μετεισδύνω
change and slip into another
pres ind mp 2nd sg
μετεισδύ̱νει , μετεισδύνω
change and slip into another
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετεισδύνω — (Α) (ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εἰσ δύνω «εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”